- χρωματοπυξίδα
- η, Ν(παλ. όρος) χρωματοθήκη.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρώμα, -ατος + πυξίδα. Η λ., στον λόγιο τ. χρωματοπυξίς, μαρτυρείται από το 1890 στον Αλ. Θ. Φιλαδελφέα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παλέτα — η (λ. ιταλ.), πινακίδα ζωγράφου όπου βάζει κι απ όπου παίρνει τις μπογιές, αλλ. χρωματοπυξίδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)